ούπα

ούπα
οὔπα (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ού πη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ταϊτή — Νησί του νοτιοκεντρικού Ειρηνικού ωκεανού, σε 17° 45’ νότιο πλάτος και 149° 20’ δυτικό μήκος, το νοτιότερο και το πιο εκτεταμένο (1.042 τ. χλμ.) της συστάδας των Νησιών της Εταιρείας, στη Γαλλική Πολυνησία. Το έδαφός της διαρθρώνεται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • ού πη — οὔ πῃ και δωρ. τ. οὔπα (Α) 1. (τροπ.) με κανέναν τρόπο 2. (ως τοπ.) σε κανέναν τόπο, πουθενά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”